ἀντιγράψει

ἀντιγράψει
ἀντιγράφω
write against
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀντιγράφω
write against
fut ind mid 2nd sg
ἀντιγράφω
write against
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Αδριάνειο υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών με τους οποίους μεταφερόταν το νερό από τις πλαγιές της Πεντέλης στον Λυκαβηττό (στη σημερινή πλατεία Δεξαμενής, στο Κολωνάκι) για την ύδρευση της Αθήνας. Το έργο άρχισε ο Αδριανός και το ολοκλήρωσε ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (μέσα 2ου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …   Dictionary of Greek

  • Εστερχάζι, Μαρί Σάρλ Φερντινάν Βαλσέν — (Marie Charles Ferdinand Walsin Esterhazy, 1847 – 1923). Γάλλος αξιωματικός, ουγγρικής καταγωγής. Ανήκε στο γενικό επιτελείο του γαλλικού στρατού, θέση την οποία χρησιμοποίησε το 1893 για να συνεργαστεί στην κλοπή εμπιστευτικών στρατιωτικών… …   Dictionary of Greek

  • Σοφιανός — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Νικόλαος. Κωδικογράφος, εκδότης και πρόδρομος του δημοτικιστικού κινήματος (Κέρκυρα 1500; Ρώμη μετά το 1552). Σπούδασε πιθανώς στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος των φιλελλήνων καρδινάλιων… …   Dictionary of Greek

  • Τουρριανός, Νικόλαος — Έλληνας κωδικογράφος και μικρογράφος της εποχής της Αναγέννησης (Κρήτη 1535/1540 – Νάπολη 1608/1610). Γύρω στα 1559 πήγε από την Κρήτη στη Βενετία και στην Πάντοβα όπου εργάστηκε εντατικά στην αντιγραφή ελληνικών κυρίως χειρογράφων για λογαριασμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”